Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χάψη — η, Ν (διαλ. τ.) φυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hapsi] … Dictionary of Greek
χάψη — η (λ. τουρκ.), φυλακή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)